καταλείπω

καταλείπω
(AM καταλείπω)
1. αφήνω υπόλοιπο
2. (για γονείς) αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ
3. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι στην τύχη του
μσν.
1. αφήνω κάποιον ως αντικαταστάτη μου
2. επιτρέπω σε κάποιον να...
3. εμπιστεύομαι
4. (με αντικ. λέξη που δηλώνει κάτι το δυσάρεστο) προξενώ
μσν.-αρχ.
1. παραλείπω
2. παύω, σταματώ
αρχ.
1. (ιδίως για πρόσ. που αναχωρούν ή πεθαίνουν) αφήνω πίσω και φεύγω, εγκαταλείπω κάπου κάποιον ή κάτι
2. αφήνω κατά μέρος, παραβλέπω κάτι
3. αφήνω αδιαφιλονίκητο
4. δέχομαι την αλήθεια τής διδασκαλίας κάποιου
5. μέσ. καταλείπομαι
αφήνω σε κάποια κατάσταση
6. (το γ' εν. πρόσ. ενεστ. ως απρόσ.) καταλείπεται
μένει ως υπόλοιπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταλείπω — καταλιμπάνω leave behind pres subj act 1st sg καταλιμπάνω leave behind pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • προκαταλείπω — Α καταλείπω κάτι ως κληρονομιά, κληροδοτώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλείπω «αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ»] …   Dictionary of Greek

  • ακατάλειπτος — ἀκατάλειπτος, ον (Μ) [καταλείπω] αυτός που δεν είναι ποτέ ελλιπής, ανεπαρκής …   Dictionary of Greek

  • εναπολείπω — (AM ἐναπολείπω) αφήνω μέσα σε κάτι, καταλείπω, αφήνω, εναποθέτω μσν. μέσ. ἐναπολείπομαι 1. υπολείπομαι, εναπομένω 2. μτφ. επιζώ …   Dictionary of Greek

  • εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… …   Dictionary of Greek

  • κατάλειμμα — το (AM κατάλειμμα) [καταλείπω] κατάλοιπο, απομεινάρι …   Dictionary of Greek

  • κατάλειψις — και ποιητ. τ. κάλλειψις, ἡ (Α) [καταλείπω] 1. το να αφήσει κάποιος κάτι στους μεταγενέστερους 2. οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι …   Dictionary of Greek

  • κατάλοιπος — η, ο (Α κατάλοιπος, ον) [καταλείπω] ο υπόλοιπος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατάλοιπο 1. ό,τι απομένει, το υπόλοιπο 2. ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική επεξεργασία ή από μια φυσική, χημική κ.ά. μεταβολή (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών»… …   Dictionary of Greek

  • καταλείψανον — καταλείψανον, τὸ (Α) [καταλείπω] ό,τι απομένει από κάτι, το υπόλοιπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”